- ιερουργώ
- (ΑΜ ἱερουργῶ, -έω) [ιερουργός]τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης»)νεοελλ.φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» — οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοίαρχ.1. σφάζω το ζώο το οποίο προορίζεται για θυσία («ἱερουργεῑν ζῷον»)2. μέσ. ἱερουργοῡμαιτελώ θυσία με τη σύμπραξη ιερέα ή μάντη («Ἀλέξανδρος δὲ... μετὰ τοῡ μάντεως διέτριβεν ἱερουργίας τινὰς ἀπορρήτους ἱερουργούμενος», Πλούτ.3. φρ. α) «ἱερουργεῑν τὴν κλίνην» — στρώνω την ιερά κλίνη (οι Ρωμαίοι είχαν την εορτή τής στρώσεως τών ιερών κλινών τών θεών, στις οποίες μετά το στρώσιμο παρέθεταν συμπόσια εορταστικά)β) «ἱερουργεῑν τὸ εύαγγέλιον τοῡ Θεοῡ» — υπηρετώ το ιερό ευαγγέλιο τού Θεού, αφοσιώνομαι στη διάδοση τής χριστιανικής διδασκαλίας τού ευαγγελίου (ΚΔ)γ) «ἱερουργῶ τὸν νόμον» — ασχολούμαι με την εκτέλεση τών καθορισμένων από τον μωσαϊκό νόμοδ) «ἱερουργούμενοι βωμοί» — οι βωμοί πάνω στους οποίους προσφέρονται θυσίες (αντίθ. «oἱ ἀμελούμενοι βωμοί»)ε) «ἱερουργούμεναι τελεταί» — οι τελετές που τελούνται, Πορφύρ.στ) «τὰ ἱερουργηθέντα» — οι θυσίες που έγιναν.
Dictionary of Greek. 2013.